- ὄαρ
- ὄαρwifefem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
όαρ — ὄαρ, ὄαρος, ἡ (Α) 1. η γυναίκα ως σύντροφος, η σύζυγος («ἀνδράσι μαρνάμενος ὀάρων ἕνεκα σφετεροίων», Ομ. Ιλ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «ὄαρας γάμους, οἱ δὲ γυναῑκας». [ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν διατυπωθεί για την ετυμολ. τής λέξης, απόψεις από τις… … Dictionary of Greek
ὀάρεσσι — ὄαρ wife fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀάρων — ὄαρ wife fem gen pl ὄαρος converse masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄαρας — ὄαρ wife fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄαρες — ὄαρ wife fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄαρι — ὄαρ wife fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὄαρος — ὄαρ wife fem gen sg ὄαρος converse masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤρεσι — ὄαρ wife fem dat pl ὤ̱ρεσι , ὦρος sleep neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤρεσιν — ὄαρ wife fem dat pl ὤ̱ρεσιν , ὦρος sleep neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤρεσσι — ὄαρ wife fem dat pl (epic aeolic) ὤ̱ρεσσι , ὦρος sleep neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)